δόλιοι

δόλιοι
δόλιος
crafty
masc nom/voc pl
δόλιος
crafty
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δολιοῖ — δολίζω adulterate fut opt act 3rd sg (attic epic doric) δολιόω deal treacherously with pres ind mp 2nd sg δολιόω deal treacherously with pres opt act 3rd sg δολιόω deal treacherously with pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δόλιοι — Δόλιος crafty masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλευτήριο — το (AM βουλευτήριον) το κτήριο ή ο χώρος όπου συνεδριάζουν οι βουλευτές ή τα μέλη συμβουλίου αρχ. 1. το σύνολο των βουλευτών, οι βουλευτές ως σώμα 2. φρ. «δόλια βουλευτήρια» δόλιοι, κακόπιστοι σύμβουλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουλευτήρ (< βουλεύω)… …   Dictionary of Greek

  • κάρια — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται απέναντι από τη Σάμο, την Πάτμο, την Κάλυμνο, την Κω, τη Νίσυρο, την Τήλο, τη Σύμη και τη Ρόδο. Στα Β ορίζεται από τη Λυδία, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Μαίανδρο, και στα Α από… …   Dictionary of Greek

  • καρία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται απέναντι από τη Σάμο, την Πάτμο, την Κάλυμνο, την Κω, τη Νίσυρο, την Τήλο, τη Σύμη και τη Ρόδο. Στα Β ορίζεται από τη Λυδία, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Μαίανδρο, και στα Α από… …   Dictionary of Greek

  • καριά — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται απέναντι από τη Σάμο, την Πάτμο, την Κάλυμνο, την Κω, τη Νίσυρο, την Τήλο, τη Σύμη και τη Ρόδο. Στα Β ορίζεται από τη Λυδία, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Μαίανδρο, και στα Α από… …   Dictionary of Greek

  • παίγνιο — το (ΑΜ παίγνιον, Α και παίχνιον) 1. εύθυμη απασχόληση που γίνεται για ψυχαγωγία, παιδιά, παιγνίδι 2. αντικείμενο ή μέσο ψυχαγωγίας 3. πρόσωπο ή πράγμα που βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση κάποιου, άθυρμα, έρμαιο («ἄνθρωπον δὲ... θεοῡ τι παίγνιον… …   Dictionary of Greek

  • στραγγαλιά — ή, ΜΑ 1. περιπλοκή («στραγγαλιὰς βιαίων δογμάτων», Γρηγ. Ναζ.) 2. στον πληθ. αἱ στραγγαλιαί δόλιοι, διεστραμμένοι τρόποι (α. «εἰς τὰς στραγγαλιὰς ἀπάξει Κύριος», ΠΔ β. «τὰς στραγγαλιὰς ὁ μὲν Ἀκύλας διαπλοκὰς ἑρμήνευσε, σκολιότητας δὲ ὁ Σύμμαχος,… …   Dictionary of Greek

  • Βεδουίνοι — Νομαδικές ή ημινομαδικές φυλές που ζουν στις έρημους της βόρειας και βορειοανατολικής Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και, κυρίως, της Αραβίας (ο όρος από το αραβικό μπατάουι, που σημαίνει κάτοικος της ερήμου που ζει νομαδικά). Είναι μουσουλμάνοι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”